αγεωργησία

αγεωργησία
η (Α ἀγεωργησια) [ἀγεώργητος]
νεοελλ.
έλλειψη καλλιέργειας τής γης, ακαλλιεργησία
αρχ.
κακή καλλιέργεια τής γης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀγεωργησία — ἀγεωργησίᾱ , ἀγεωργησία bad husbandry fem nom/voc/acc dual ἀγεωργησίᾱ , ἀγεωργησία bad husbandry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγεωργησίας — ἀγεωργησίᾱς , ἀγεωργησία bad husbandry fem acc pl ἀγεωργησίᾱς , ἀγεωργησία bad husbandry fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγεώργητος — η, ο (Α ἀγεώργητος, ον) ακαλλιέργητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γεωργῶ. ΠΑΡ. ἀγεωργησία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”